- τελματώνω
- τελματῶ, -όω, ΝΜΑ [τέλμα, -ατος]μεταβάλλω σε τέλμανεοελλ.μέσ. τελματώνομαιμτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελματώνω — τελματώνω, τελμάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελματώνω — τελμάτωσα, τελματώθηκα, τελματωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω σε τέλμα, βυθίζω σε βόρβορο. 2. αμτβ., τελματώνομαι, σταματώ, μένω στάσιμος: Το έργο τελματώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελμάτωση — η, Ν [τελματώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τελματώνω 2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση … Dictionary of Greek
τελματώ — όω, ΜΑ βλ. τελματώνω … Dictionary of Greek